- προσκατεργάζομαι
- Α1. επιτελώ, κατορθώνω επί πλέον2. κερδίζω με την εργασία μου3. φονεύω, αφανίζω επί πλέον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκατεργάζομαι — accomplish besides pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατεργάσαιτο — προσκατεργάζομαι accomplish besides aor opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατεργάσασθαι — προσκατεργάζομαι accomplish besides aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατεργάσεσθαι — προσκατεργάζομαι accomplish besides fut inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατεργάσηται — προσκατεργάζομαι accomplish besides aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)